Αν ένας γονέας έχει τη νόσο, κάθε παιδί του έχει 50% πιθανότητα να γεννηθεί και αυτό με τη νόσο. Η νόσος που θα εμφανίσει το παιδί είναι πάντα η ίδια με αυτή των γονιών του. Δηλαδή, αν ο γονέας έχει ΝF1, το παιδί κινδυνεύει να εμφανίσει NF1 κ.ο.κ.

Ας πάρουμε την περίπτωση της NF1 και του χρωμοσώματος 17, αυτού που φέρει το γονίδιο για την νευροϊνιδίνη, και ας υποθέσουμε ότι ένας από τους γονείς πάσχει από τη νόσο, δηλαδή έχει ένα παθολογικό και ένα φυσιολογικό γονίδιο για τη νευροϊνιδίνη. Το φύλο του γονέα δεν έχει σημασία, αφού το χρωμόσωμα 17 είναι αυτοσωμικό και το έχουν και οι δύο γονείς.

Σε αυτήν την περίπτωση, ο γονέας που νοσεί θα έχει ανώριμα γεννητικά κύτταρα, ωάρια ή σπερματοζωάρια, και με τα δύο χρωμοσώματα 17 (θυμίζουμε ότι τα αυτοσωμικά χρωμοσώματα σχηματίζουν ζεύγη), αλλά, μέσα από μια διαδικασία που λέγεται μείωση, κάθε ένα από τα δύο ώριμα γεννητικά κύτταρα που προκύπτουν από τη διαίρεση του κάθε ανώριμου γεννητικού κυττάρου θα έχει είτε το χρωμόσωμα με το φυσιολογικό είτε το χρωμόσωμα με το παθολογικό γονίδιο. Επομένως τα μισά ώριμα γεννητικά κύτταρα αυτού του γονέα εχουν το φυσιολογικό γονίδιο και τα άλλα μισά το παθολογικό. Τα ώριμα γεννητικά κύτταρα του άλλου γονέα περιέχουν όλα το φυσιολογικό γονίδιο.

Απ’την ένωση, λοιπόν, των δύο αυτών ανθρώπων, προκύπτουν δύο διαφορετικά ενδεχόμενα:

  1. Ένα γεννητικό κύτταρο με το φυσιολογικό γονίδιο του γονέα που πάσχει θα ενωθεί με το γεννητικό κύτταρο του άλλου.
  2. Ένα γεννητικό κύτταρο με το παθολογικό γονίδιο του γονέα που πάσχει θα ενωθεί με το γεννητικό κύτταρο του άλλου.

Βλέπουμε ότι η πιθανότητα το παιδί να έχει το παθολογικό γονίδιο είναι 1 στις 2, δηλαδή 50%, και αυτό ισχύει για κάθε γέννηση, ανεξάρτητα από το αν τυχόν προηγούμενο παιδί είχε γεννηθεί με ή χωρίς τη νόσο.

Τα ίδια ποσοστά και σκεπτικό ισχύουν και για την NF2, ενώ για τη Σβανωμάτωση δεν είναι γνωστός ο τρόπος κληρονόμησης ακόμα.

Η Νευροϊνωμάτωση μπορεί να εμφανιστεί και σποραδικά, χωρίς, δηλαδή, να κληρονομηθεί από τους γονείς. Έχει υπολογιστεί ότι από όλες τις περιπτώσεις εμφάνισης της Νευροϊνωμάτωσης τύπου Ι και ΙΙ, οι μισές αφορούν σε κληρονόμησή της από τους γονείς και οι μισές οφείλονται σε νέες, τυχαίες μεταλλάξεις που συμβαίνουν κατά τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων στα πρώτα στάδια της εμβρυικής ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, ένα παιδί μπορεί να εμφανίσει τη νόσο τυχαία, μετά από μια μετάλλαξη στο DNA του, ακόμα κι αν οι γονείς του δεν πάσχουν οι ίδιοι και τότε η νόσος καλείται σποραδική. Το παιδί αυτό θα έχει πάντα 50% πιθανότητα να μεταβιβάσει τη νόσο στα δικά του παιδιά, οι γονείς του, όμως, δεν έχουν αυτόν τον κίνδυνο και όλα τα επόμενα παιδιά τους έχουν την ίδια πιθανότητα με κάθε άλλο άνθρωπο να εμφανίσουν τη νόσο. Για τη Σβανωμάτωση υπολογίζεται ότι σε ποσοστό 85% η νόσος είναι σποραδική.